- οργισμένος
- 1) angry2) furious3) irate
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αμήνιτος — ἀμήνιτος, ον (Α) ο μη οργισμένος ή μη οργίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μηνίω «είμαι οργισμένος»] … Dictionary of Greek
σπέρχω — Α 1. θέτω σε ταχεία κίνηση, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἢπειγεν, ἠνάγκαζεν, ἔσπερχε τρέχειν», Λουκιαν.) 2. (μέσ. και παθ.) σπέρχομαι α) κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι («ὁπότε σπερχοίατ Ἀχαιοί... φέρειν Ἄρηα», Ομ. Ιλ.) β) σπεύδω από οργή … Dictionary of Greek
υπερχολώ — άω, Α 1. παρουσιάζω μεγάλη αύξηση τής ποσότητας χολής 2. είμαι πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χολῶ, άω «είμαι γεμάτος χολή, είμαι μελαγχολικός, οργισμένος» (< χολή)] … Dictionary of Greek
εξιλεώνω — εξιλέωσα, εξιλεώθηκα, εξιλεωμένος, μτβ. 1. εξευμενίζω, καταπραΰνω κάποιον που ήταν οργισμένος. 2. το μέσ., εξιλεώνομαι πετυχαίνω συγνώμη από κάποιον που ήταν οργισμένος εναντίον μου: Με την ηρωική του πράξη εξιλεώθηκε για το κακό που έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikos Nikolaidis — (Greek: Νίκος Νικολαΐδης) (October 25, 1939 – September 5, 2007) was a Greek film director and a writer. Nikolaidis was born in 1939 in Athens, where he lived and worked all his life. He was also script writer and producer of movies which he… … Wikipedia
Nikos Nikolaidis — (en griego: Νίκος Νικολαΐδης) (1939 – 5 de septiembre de 2007) fue un director de cine y escritor griego. Nacido en 1939 en Atenas, donde vivió y trabajó toda su vida. Fue también director de escena y productor cinematográfico de las películas… … Wikipedia Español
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ … Dictionary of Greek
έγκοτος — ἔγκοτος, ον (Α) 1. οργισμένος, θυμωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκοτος οργή, μίσος … Dictionary of Greek
ακάκιωτος — η, ο [κακιώνω] αυτός που δεν έχει κακιώσει, ο μη οργισμένος ή εχθρικός, αμνησίκακος, άκακος … Dictionary of Greek